Το βράδυ της 21ης Οκτωβρίου 2009, στο Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, φιλοξενήθηκε η διάλεξη του Παναγιώτη Τουρνικιώτη με θέμα «Ποίηση και αρχιτεκτονική». Παρακάτω θα ήθελα να μοιραστώ τις σημειώσεις που κράτησα από τη βραδιά εκείνη και να παραθέσω κάποιες δικές μου σκέψεις στον απόηχο της διάλεξης αυτής.
Μετά από κάποιες πιο γενικές εισαγωγικές παρατηρήσεις για τη δυνατότητα διαμόρφωσης σχέσεων μεταξύ αρχιτεκτονικής και ποίησης, αλλά και ποίησης και αρχιτεκτονικής – μία από τις οποίες επικεντρώθηκε στον ομηρικό ημίθεο Πρωτεσίλαο της β’ ραψωδίας (που σκοτώνεται «πρώτος προτού ολοκληρώσει το σπίτι του») και τον παραλληλισμό ενός ημίθεου με ένα ημιτελές αρχιτεκτόνημα – η διάλεξη διαρθρώθηκε θεματικά, αλλά και γεωγραφικά, σε δύο μέρη.
Στο πρώτο διερευνήθηκε η σχέση που διατηρούν με τον ποιητικό λόγο οι έλληνες αρχιτέκτονες, Δημήτρης Πικιώνης και Άρης Κωνσταντινίδης, καθώς και εκείνη που αναπτύσσουν με την αρχιτεκτονική επίσης έλληνες ποιητές. Δεν παραλείφθηκε η αναφορά σε ποιητικές απόπειρες δασκάλων αρχιτεκτονικής, όπως ο Π. Μιχελής (Ανάθεμα, Δήλος Άδηλος) και Δ. Α. Φατούρος (Δοκίμια Ποίησης, Στο Μεταίχμιο).
Στο «Πρόβλημα της Μορφής», το εκτενέστερο δοκίμιο του Δημήτρη Πικιώνη, που διερευνά την παράδοση στην ελληνική, φράγκικη και μουσουλμανική εκδοχή της, ακριβώς για να φτάσει τελικά να συγκροτήσει τη δική του πρόταση για την σύγχρονη αρχιτεκτονική, η ποίηση (ήδη παρούσα στην προμετωπίδα του κειμένου, πριν την ξανασυναντήσουμε στο κυρίως σώμα του) προκρίνεται ως ο ιδανικός κριτής της μορφής, καθώς η τελευταία δεν είναι τίποτε άλλο παρά «μελωδία σχημάτων ποιητική». Οι ποιητές είναι αυτοί που είδαν ορθά, καθώς πρόβαλαν, μέσα από λέξεις και παρομοιώσεις, εικόνες-πλαστικά επιτεύγματα. Είναι ακριβώς στην ποίηση που συνοψίζεται με ιδεώδη τρόπο η αναζήτηση του αληθινού του κάθε λαού.
Στο σώμα του κειμένου της Σύγχρονης αληθινής αρχιτεκτονικής του Άρη Κωνσταντινίδη, εντοπίστηκαν 100 συνολικά παραθέματα, 21 από τα οποία προέρχονται από την πένα λογοτεχνών και ποιητών, οι οποίοι ακριβώς «επειδή είναι ποιητές», βλέπουν τις αιώνιες και πάντα σύγχρονες αλήθειες. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι [«Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», Στοχασμοί του ποιητή (μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά). Ποιήματα. Ίκαρος, 1961] του Δ. Σολωμού αποτελούν βασική πηγή των δέκα δικών του παραθεμάτων.
Από την αντιπαράθεση των κειμένων των δύο ελλήνων αρχιτεκτόνων προκύπτει μία κοινή προσέγγισή τους αναφορικά με την σχέση του αρχιτέκτονα με το βάθος του χρόνου: Δημήτρης Πικιώνης και Άρης Κωνσταντινίδης αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα γραφτά και στα κτισμένα του παρελθόντος. Δίνουν και οι δύο την απάντηση, που είναι «της ψυχής [τους] το μέτρο».
Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον εστιάστηκε στον ποιητικό λόγο που στράφηκε στην αρχιτεκτονική, κυρίως κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Μέσα από τα Ποιήματα του 1933 του Οδυσσέα Ελύτη αναδύεται το ελληνικό καλοκαίρι και συνάμα η λατρεία για την μητρόπολη που καταφθάνει (σε μία σχέση ταυτοχρονίας με το 4ο CIAM που φτάνει στην Ελλάδα, εστιάζοντας περίπου στα ίδια θέματα εκείνη την εποχή). Η αισιόδοξη εκδοχή του νέου μητροπολιτικού βίου, όπως αυτή συνοψίζεται στον ιδεότυπο της πολυκατοικίας, θα αποκτήσει την ποιητική της μορφή και στο έργο του Πάνου Σπάλα (1938). Και ενώ η Σινώπη παρουσιάζεται ως η αόρατη πόλη της ιδανικής ουτοπίας στην ποιητική συλλογή Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν του Ν. Εγγονόπουλου, στην Οκτάνα του Α. Εμπειρίκου η αναφορά στο πολεοδομικό ανάλογο είναι κυριολεκτική: Η νέα πόλις, απ’ όπου εξορίζονται τα μαθηματικά και η αυστηρότητα της ορθής γωνίας, θα κτιστεί από όλους τους ανθρώπους κι όχι από αρχιτέκτονες, πάσχοντες από φιλαυτία. Σε αντίθεση, όμως, με τις περιπτώσεις Πικιώνη-Κωνσταντινίδη, η αρχιτεκτονική δεν αποτελεί για τους ποιητές την μόνη εκείνη περιοχή που θα επικυρώσει και την μόνη αναντίρρητη αλήθεια των δικών τους λόγων. Παρέχει απλά αφορμές από την πραγματικότητα της επικαιρότητας.
Το δεύτερο μέρος της διάλεξης επικεντρώθηκε στον Le Corbusier. Επιχειρήθηκε η σύνδεσή του με «Το Κοράκι» (1845) του Edgar Allan Poe «Η Φιλοσοφία της Σύνθεσης» (1846). Εκεί ο Poe αναλύει τη συνθετική διαδικασία, μεταφράζοντας τη δυνάμει σε επίλυση μαθηματικού προβλήματος.
Στο έργο του, Poésie sur Alger, ο Le Corbusier, που αντιμετωπίζει την ποίηση ως ζωογόνο δύναμη των λαών, εικονογραφεί το πολεοδομικό του όραμα με ποιητικές εικόνες. Η ποίηση του Αλγερίου δεν είναι τίποτε άλλο από το ρυθμιστικό του σχέδιο, που αναμένει την ενσωμάτωσή της στα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά γεγονότα του Αλγερίου. Στη συλλογή λιθογραφιών και ποιημάτων, Le poéme de l’ Angle Droit, λόγος και εικόνα συγκροτούν μία ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική, την αρχιτεκτονική-ποίημα που κατορθώνει να συγκεράσει περιβάλλον, πνεύμα, σάρκα, χαρακτήρα και εργαλεία. Ο Le Corbusier επεξεργάζεται τους όρους της αρχιτεκτονικής σύνθεσης εντός μιας ευρύτερης ποιητικής-πολιτισμικής παραγωγής. Φτάνοντας στο τέλος της διάλεξης, ποίηση και αρχιτεκτονική αναδείχθηκαν να συναντιούνται στον κοινό τους παρονομαστή, αυτόν των τεχνών του δημιουργείν. Δεν είναι δε απολύτως ξεκάθαρη και δεδομένη η συγκρότηση μίας στενότερης σχέσης τους, καθώς δε φαίνεται να μπορεί να αναπτυχθεί ένα σύστημα «ένα-προς-ένα» αντιστοίχησης και στενότερης σύνδεσης των δύο. Ακριβώς, όμως, σε αυτή την εν εντάσει αλληλεπίδραση της διαφοράς έγκειται και το ενδιαφέρον της συνάντησης ποιητικού και αρχιτεκτονικού λόγου.
Νομίζω, όμως, ότι τα δύο μέρη της ομιλίας εκβάλλουν συμπερασματικά και σε μία περαιτέρω προβληματική: Στην περίπτωση Πικιώνη και Κωνσταντινίδη που εξετάστηκε στο πρώτο μέρος, η προσφυγή στην ποίηση αναζητά στην ουσία το θεμέλιο του αληθινού που θα αναλάβει και το βάρος της ανέγερσης του προσωπικού αρχιτεκτονικού λόγου στη συνέχεια, ενώ η ποίηση δε φαίνεται να αξιώνει κάτι τέτοιο προσφεύγοντας στην αρχιτεκτονική (πλην ίσως μίας ακόμη καθαρά θεματικής αφορμής εκδίπλωσης του δικού της λόγου). Υπό αυτή την έννοια, η αρχιτεκτονική φαίνεται να υστερεί σε σχέση με τον ποιητικό λόγο, τον οποίο και χρειάζεται για να την θεμελιώσει. Στην περίπτωση, όμως, του συσχετισμού του Le Corbusier με τον Poe παρατηρούμε ότι και οι δύο δημιουργοί επιχειρούν να θεμελιώσουν τους λόγους τους στις μαθηματικές αναλογίες των αρμονικών σχέσεων και των πλατωνικών στερεών, των ίδιων δηλαδή μαθηματικών που υπενθυμίζουμε ότι ο Εμπειρίκος εξοστράκιζε από την Οκτάνα του (εκδικούμενος πιθανώς έτσι και τον Πλάτωνα που θα τον είχε επίσης εξορίσει από τη δική του Πολιτεία). Σε ένα τέτοιο πεδίο, η αρχιτεκτονική θα ανακτούσε μία προνομιακή σχέση έναντι της ποίησης, καθώς η ίδια διατηρεί τη δική της ισχυρή σύνδεση με τα μαθηματικά ως εργαλεία χειρισμού βασικών μετρικών σχέσεων των χώρων. Είναι πολύ δυσκολότερο για τον Poe να μεταγράψει ολοκληρωτικά το Κοράκι σε μαθηματική εξίσωση. Στον απόηχο της διάλεξης αυτής, θα είχε λοιπόν ενδιαφέρον να συνεξετάζαμε πώς θεμελιώνουν και οι νεοέλληνες ποιητές τον δικό τους λόγο.